θυηπόλος

θυηπόλος
θυηπόλος
performing sacrifices
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θυηπόλος — θυηπόλος, ον θηλ. και η (Α) 1. αυτός που ασχολείται με θυσίες («θυηπόλος χείρ», Αισχύλ.) 2. ως ουσ. μάντης («Κάλχαντι τῷ θυηπόλῳ», Ευρ.) 3. επιγρ. ιερέας 4. (το θηλ. στον πληθ.) αἱ θυηπόλοι (ενν. παρθένοι) οι Εστιάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυη , μορφή… …   Dictionary of Greek

  • θυηπόλον — θυηπόλος performing sacrifices masc/fem acc sg θυηπόλος performing sacrifices neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυηπόλε — θυηπόλος performing sacrifices masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυηπόλοι — θυηπόλος performing sacrifices masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυηπόλοις — θυηπόλος performing sacrifices masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυηπόλου — θυηπόλος performing sacrifices masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυηπόλους — θυηπόλος performing sacrifices masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυηπόλων — θυηπόλος performing sacrifices masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυηπόλῳ — θυηπόλος performing sacrifices masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυηπολώ — θυηπολῶ, έω (Α) [θυηπόλος] 1. ασχολούμαι με θυσίες, είμαι θυηπόλος* 2. (μτθ.) θυσιάζω κάτι («γέρας βρότειον τῷ Κρόνῳ θυηπολεῑν», Σοφ. 3. παθ. θυηπολούμαι γεμίζω από θυσίες, είμαι γεμάτος από προσφορές θυσιών («θυηπολεῑται δ ἄστυ μάντεων ὕπο» η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”